- ἁλμυρόγεως
- ἁλμῠρόγεως, ων, ([etym.] γῆ)A with salt soil,
πεδιάς Ph.2.111
.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
πεδιάς Ph.2.111
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
γη — Γ. ονομάζεται γενικά το έδαφος πάνω στο οποίο κατοικούμε (ετυμολογείται από το αρχαίο γαία). Με ευρύτερη έννοια, ορίζεται επίσης η οικουμένη, ο επίγειος κόσμος, η επιφάνεια του εδάφους. Γ., όμως, ονομάζεται κυρίως ο τρίτος πλανήτης του ηλιακού… … Dictionary of Greek